σκουριά — Ουσία ακαθόριστης χημικής σύνθεσης η οποία συνίσταται ουσιαστικά από ένυδρο οξείδιο του σιδήρου, και ανταποκρινόμενη περίπου στον τύπο 2Fe2O3 · 3Η2Ο, η οποία καλύπτει τις επιφάνειες σιδηρών αντικειμένων εκτεθειμένων στον αέρα και στην υγρασία,… … Dictionary of Greek
σκουριάζω — Ν 1. προκαλώ σκούριασμα, κάνω κάτι να καλυφθεί με σκουριά, οξειδώνω («το λεμόνι σκουριάζει τα μαχαιροπίρουνα») 2. (αμτβ.) (για μέταλλα και μεταλλικά αντικείμενα) καλύπτομαι από σκουριά, οξειδώνομαι 3. φρ. «σκουριασμένες ιδέες» μτφ. παμπάλαιες… … Dictionary of Greek
Maro Douka — Born 1947 Chania, Greece Occupation Novelist Nationality Greek … Wikipedia
εξιώ — ἐξιῶ, όω (Α) 1. καθαρίζω από τη σκουριά 2. δηλητηριάζω 3. παθ. είμαι απαλλαγμένος από δηλητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιώ «καθαρίζω το μέταλλο» (< ιός «σκουριά»)] … Dictionary of Greek
ιίζω — ἰίζω (Α) μοιάζω με σκουριά, είμαι σκουριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰός (IV) «σκουριά» + κατάλ. ίζω (πρβλ. αρχ ίζω, ριπ ίζω)] … Dictionary of Greek
ιούμαι — ἰοῡμαι, όομαι (Α) [ιός (ΙV)] 1. (αμτβ.) σκουριάζω, πιάνω σκουριά ή είμαι σκουριασμένος 2. (το ενεργ. μτβτ.) ἰῶ, όω καθιστώ κάτι σκουριασμένο, σκουριάζω κάτι, δημιουργώ σκουριά σε κάτι … Dictionary of Greek
μελάμπους — Μυθολογικό πρόσωπο. Έφερε τη φήμη του αρχαιότερου Έλληνα μάντη και, σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος του Αμυθάονα, αδελφός του Βίαντα και γενάρχης του μαντικού γένους των Μελαμποδιδών. Τα δύο αδέλφια και ο θείος τους, Νηλέας, ταξίδεψαν από τη… … Dictionary of Greek
μολυβδοσκωρία — η η σκουριά τού μολύβδου που αφαιρείται από μετάλλευμα μολύβδου κατά την τήξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + σκωρία «σκουριά». Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
προεξιώ — όω, Μ διυλίζω, καθαρίζω πρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξιῶ «καθαρίζω από τη σκουριά» (< ἰός «σκουριά»)] … Dictionary of Greek
οξαλικό οξύ — Οργανική ένωση αντίστοιχη προς τον χημικό τύπο C2H2O4· είναι το απλούστερο δικαρβοξυλικό οξύ και ένα από τα ισχυρότερα οργανικά οξέα. Είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση ως άλας του ασβέστιου και του κάλιου και περιέχεται στον κυτταρικό χυμό πολλών … Dictionary of Greek